ἄρεκτος

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρεκτος Medium diacritics: ἄρεκτος Low diacritics: άρεκτος Capitals: ΑΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: árektos Transliteration B: arektos Transliteration C: arektos Beta Code: a)/rektos

English (LSJ)

ἄρεκτον, poet. for ἄρρεκτος, unaccomplished, Il.19.150, Simon. 69.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
no hecho, no realizado ἔργον Il.19.150, τὸ γὰρ γεγενημένον οὐκέτ' ἄρεκτον ἔσται Simon.98, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 348] p. = ἄῤῥεκτος, unvollendet, ungethan, Hom. Il. 19, 150.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fait, non accompli.
Étymologie: épq. p. * ἄρρεκτος, de ἀ, ῥέζω.

English (Autenrieth)

(ῥέζω): undone, unaccomplished, Il. 19.150†.

Greek Monolingual

ἄρεκτος, -ον (Α)
απραγματοποίητος, ανεκτέλεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί άρρεκτος < α- στερ. + -ρέζω «διαπράττω, πραγματοποιώ κατορθώνω»].

Greek Monotonic

ἄρεκτος: -ον, Επικ. αντί ἄρρεκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἄρεκτος: несделанный, невыполненный (ἔργον Hom.).