ἄρεκτος
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ἄρεκτον, poet. for ἄρρεκτος, unaccomplished, Il.19.150, Simon. 69.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
no hecho, no realizado ἔργον Il.19.150, τὸ γὰρ γεγενημένον οὐκέτ' ἄρεκτον ἔσται Simon.98, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 348] p. = ἄῤῥεκτος, unvollendet, ungethan, Hom. Il. 19, 150.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fait, non accompli.
Étymologie: épq. p. * ἄρρεκτος, de ἀ, ῥέζω.
English (Autenrieth)
(ῥέζω): undone, unaccomplished, Il. 19.150†.
Greek Monolingual
ἄρεκτος, -ον (Α)
απραγματοποίητος, ανεκτέλεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί άρρεκτος < α- στερ. + -ρέζω «διαπράττω, πραγματοποιώ κατορθώνω»].
Greek Monotonic
ἄρεκτος: -ον, Επικ. αντί ἄρρεκτος.
Russian (Dvoretsky)
ἄρεκτος: несделанный, невыполненный (ἔργον Hom.).