ἄψηκτος
From LSJ
τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
English (LSJ)
ἄψηκτον, (ψήχω) untanned, κόθορνος Ar.Lys.658; uncombed, χαῖται A.R.3.50.
Spanish (DGE)
-ον
1 no curtido κόθορνος Ar.Lys.657.
2 no peinado χαῖται A.R.3.50.
German (Pape)
[Seite 421] nicht abgerieben; κόθορνος, ungegerbt, Ar. Lys. 657; κόμαι, ungestriegelt, ungekämmt, Ap. Rh. 3, 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἄψηκτος: -ον, (ψήχω) ἀκατέργαστος, μὴ «ἀργασμένος», ἀμάλακτος, σκληρός, κόθορνος Ἀριστοφ. Λυσ. 658· ἀκτένιστος, χαῖται Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 50.
Russian (Dvoretsky)
ἄψηκτος: не размятый, т. е. из невыделанной кожи (κόθορνος Arph.).