Ἅρπυιαι

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἅρπυιαι Medium diacritics: Ἅρπυιαι Low diacritics: Άρπυιαι Capitals: ΑΡΠΥΙΑΙ
Transliteration A: Hárpyiai Transliteration B: Harpuiai Transliteration C: Arpyiai Beta Code: *(/arpuiai

English (LSJ)

(Ἀρέπυιαι on a vase from Aegina, Arch.Zeit.40.197, cf.EM 138.21, and prob. ἀρέπυιαι ἀνηρέψαντο should be read in Od. ll. cc.;
A v. ἀνερείπομαι) αἱ, the Snatchers, a name used in Od. to personify whirlwinds or hurricanes (so τυφῶσι καὶ ἁρπυίαις Ph.1.333); ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο Od.1.241, 20.77: acc. pl., Hes.Th.267; πτηνά τ' Ἁρπυιῶν γένη Anaxil.22.5, cf. A.R.2.188: rarely in sg., Euph.113: as pr. n., Ἅρπυια Ποδάργη, mother of the horses of Achilles, Il.16.150; also name of one of Actaeon's hounds, A.Fr.245; cf. ἁρπυίας· ἁρπακτικοὺς κύνας, Hsch.
2 as adjective, ἁ. σκύλακες Inscr.Perg.203. (A quasi-participial form.)

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
les Harpyies, déesses des tempêtes ; les tempêtes, les ouragans.
Étymologie: R. Ἁρπ, p. Ϝραπ, ravir ; cf. lat. rapio.

Greek Monotonic

Ἅρπυιαι: αἱ (ἁρπάζω), οι Άρπυες, προσωποποίηση περιστρεφόμενου ανέμου ή τυφώνα, σε Ομήρ. Οδ.· οι Άρπυιες, καθώς περιγράφονται από τον Βιργίλιο, ανήκουν στη μεταγεν. μυθολογία.

Middle Liddell

ἁρπάζω
the snatchers, a personification of whirlwinds or hurricanes, Od. The Harpies, as described by Virgil, belong to later mythology.

Wikipedia EN

In Greek mythology and Roman mythology, a harpy (plural harpies, Ancient Greek: ἅρπυια, romanized: hárpyia, pronounced [hárpyːa]; Latin: harpȳia) is a half-human and half-bird personification of storm winds. They feature in Homeric poems. They were generally depicted as birds with the heads of maidens, faces pale with hunger and long claws on their hands. Roman and Byzantine writers detailed their ugliness. Pottery art depicting the harpies featured beautiful women with wings. Ovid described them as human-vultures.

Wikipedia EL

Στην ελληνική μυθολογία οι Άρπυιες ήταν θηλυκά τέρατα, κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και αδελφές της, αγγελιαφόρου των θεών, θεάς Ίριδας. Το συλλογικό αυτό όνομα ετυμολογείται από τις λέξεις αρπαγή - άρπαξ - αρπάζω, γι' αυτό και η λέξη «Ἃρπυιες» παίρνει δασεία στο πολυτονικό σύστημα γραφής. Αποδιδόταν σε προσωποποιήσεις του θυελλώδους ανέμου. Ως Άρπυιες, ο μεν Όμηρος αναφέρει μόνο μια, την Ποδάργη (=ταχύπους), την οποία και θεωρεί μητέρα των ίππων του Αχιλλέα που τα απέκτησε με τον Ζέφυρο, ο δε Ησίοδος αναφέρει δύο: την Αελλώ και την Ωκυπέτη, στις οποίες αργότερα προστίθεται και η Κελαινώ. Πέραν όμως αυτών, αναφέρονται και άλλα ονόματα όπως: Αελλόπους, Νικοθόη, Ωκυθόη, Ωκυπόδη κ.λπ. Τα τέρατα αυτά είχαν τη μορφή πουλιών με κεφάλι γυναίκας και σε αντίθεση με την αδελφή τους Ίριδα αυτές θεωρούνταν αγγελιαφόροι του θεού Πλούτωνα.

German (Pape)

αἱ, die Raubenden, Töchter des Thaumas und der Electra, Sturmgöttinnen, Od. 1.241, 20.77, Hes. Th. 267, Apd. 1.2.6, 9.21, Theogn. 715, Ap.Rh. 2.188, und A. Als strafende, schnelle Botinnen des Zeus heißen sie Ap.Rh. 2.289 und Hesych. Διὸς κύνες.