ἐγκατακαίω

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

German (Pape)

[Seite 705] (s. καίω), darin verbrennen, Luc. Pisc. 52.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
brûler dans, τινι.
Étymologie: ἐν, κατακαίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατακαίω: выжигать клеймо, клеймить (στεφανοῦν ἢ ἐ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακαίω: μέλλ. -καύσω, ἐγκαίω, ποιῶ σημεῖον ἐπὶ τοῦ σώματος δι’ ἐγκαύματος, Λουκ. Ἁλιεὺς 52.

Spanish (DGE)

1 quemar en profundidad, medic. aplicar calor hacia dentro καίειν δὲ ... ἔπειτα ἐνθεὶς σπόγγον ἠλαιωμένον ἐγκατακαίειν Hp.Vid.Ac.3
gener. quemar en v. pas. ἐγκατακαίεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθράκων Chrys.Is.interp.6.4.72.
2 fig. grabar a fuego, imprimir c. dat. τοῦ ἁγίου Πνεύματος τοῖς ἐσωτάτοις τῆς διανοίας μυχοῖς ... ἐγκατακαίοντος (λόγους) Cyr.Al.M.70.800B.

Greek Monolingual

ἐγκατακαίω (Α)
σχηματίζω σημείο στο δέρμα με κάψιμο.

Greek Monotonic

ἐγκατακαίω: μέλ. -καύσω, καίω μέσα, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -καύσω
to burn in, Luc.