ἐγκότημα
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἐγκότησις (anger, hatred), LXX Je. 31 (48).39, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto de aborrecimiento ἐγένετο Μωαβ εἰς ... ἐγκότημα πᾶσιν Moab se convirtió en blanco del aborrecimiento de todos LXX Ie.31.39, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 709] τό, Zorn, Haß, K. S.