ἐγχρῄζω
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
English (LSJ)
fut. ἐγχρήσω Phld. Rh. 1.147 S.: — want, have need of, c. gen., ib. 1.3 S., POxy. 1766.10 (iii AD).
IIintr., to be needful or be useful, εἰς ὕδωρ Gp. 20.19 tit.; ἰατροῖς ἐγχρῄζει τὸ ψέγειν prob. in Phld. Ir. p. 21 W., cf. BGU 226.9 (i AD), Apollon. Mir. 36; τὰ ἐγχρῄζοντα = necessaries, condemned by Luc. Hist. Conscr. 22.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐνχ-
1 necesitar, precisar de c. gen. de pers. o abstr. ἐνίων ... συνεργίαν ... παρεξομένων Phld.Rh.1.3Aur., τῆς τοῦ ... ἡγεμόνος μισοπονηρίας BGU 229.9 (I d.C.), καθάρσεως καὶ περιρραντηρίων Eus.HE 10.4.45, tb. c. ἕνεκα y gen. POxy.1766.10 (III d.C.).
2 ser útil, necesario ἰατροῖς [ἐ] νγχρή<ι>ζ[ει] τὸ ψέγειν Phld.Ir.5.12, εἰς τὰς αὐτάς ... χρείας Apollon.Mir.36, ὥστε ἐγχρῄζειν εἰς ὕδωρ de un cebo para pescar echándolo al agua, Gp.20.19 tít., οἱ στρατιῶται ἠγόραζον τὰ ἐγχρῄζοντα frase considerada vulgarismo por Luc.Hist.Cons.22
•en especificaciones de contratos παρὲξ τόπων ἐνχρῃζόντων εἰς ἐλαιουργεῖον excepto los lugares necesarios para la almazara, POxy.1207.5 (II d.C.), αἱ ἐνχρῄζουσαι τροφαί SB 7814.10 (III d.C.), φυλλολογίαι ἑ (l. αἱ) ἐγχρήσουσαι POxy.3354.13 (III d.C.), τὰ ἐγχρῄζοντα ξύλα POxy.892.7 (IV d.C.)
•ser útil, estar en uso οἰκόπεδα ἐγχρήζοντα PLandlisten 4.110 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 714] nöthig haben, εἴς τι, Geop.; τὰ ἐγχρῄζοντα, der Bedarf, Luc. hist. conscr. 22.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être nécessaire à : τὰ ἐγχρῄζοντα les choses nécessaires.
Étymologie: ἐν, χρῄζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχρῄζω: быть нужным: τὰ ἐγχρῄζοντα Luc. предметы первой необходимости.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχρῄζω: ἔχω χρείαν, χρειάζομαι, τοῖς ἔτι καθάρσεως καὶ περιρραντηρίων τῶν διὰ ὕδατος… ἐγχρῄζουσιν Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 10. 2, σ. 231, Γεωπ. 20. 19· - τὰ ἐγχρῄζοντα, τὰ ἐπιτήδεια, τὰ ἀναγκαῖα, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22
Greek Monotonic
ἐγχρῄζω: χρειάζομαι, ἐγχρῄζοντα, τα αναγκαία, σε Λουκ.