ἐκκναίω
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
wear out: metaph. of troublesome loquacity, Theoc.15.88 (in Dor. 3pl. fut. ἐκκναισεῦντι).
German (Pape)
[Seite 764] aufreiben, erschöpfen; ἐκκναισεῦντι, d. i. ἐκκναίσουσι, Theocr. 15, 88, durch Schwelgen todt machen.
French (Bailly abrégé)
écorcher les oreilles (par un roucoulement continu).
Étymologie: ἐκ, κναίω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκναίω: досл. стирать, изнашивать, перен. мучить, надоедать Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκναίω: κατατρίβω, ἐξαντλῶ, μεταφ. ἐπὶ ἐνοχλητικῆς φλυαρίας, ὡς τὸ Λατ. enecare, Θεόκρ. 15. 88, κατὰ Δωρ. γ΄ πληθ. ἐκκναισεῦντι «ἀντὶ τοῦ διαφθεροῦσι» Σχόλ. εἰς Θεόκριτ. ἔνθ’ ἀν.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐκκναίω: φθείρω, εξαντλώ· μεταφ., λέγεται για ενοχλητική φλυαρία, όπως το Λατ. enecare, σε Θεόκρ.· γʹ πληθ. Δωρ. μέλ. ἐκκναισεῦντι.
Middle Liddell
to wear out: metaph. of troublesome loquacity, like Lat. enecare, Theocr., in doric fut. 3rd pl. ἐκκναισεῦντι.