ἐκκομπάζω
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
boast loudly, κατά τι S.El.569.
Spanish (DGE)
vanagloriarse, presumir ἐκκομπάσας ἔπος τι τυγχάνει βαλών S.El.569, cf. Hsch.s.u. ἐξεκόμπασεν, en v. pas. Men.Prot.19.1.91.
German (Pape)
[Seite 764] verstärktes simplex, Soph. El. 559.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἐκκομπάσας;
se vanter sans mesure.
Étymologie: ἐκ, κομπάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκομπάζω: хвалиться, хвастаться (κατά τι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκομπάζω: κομπορρημονῶ, οὗ κατὰ σφαγὰς ἐκκομπάσας ἔπος τι τυγχάνει βαλὼν Σοφ. Ἠλ. 569.
Greek Monolingual
ἐκκομπάζω (Α)
κομπορρημονώ, υπερηφανεύομαι.
Greek Monotonic
ἐκκομπάζω: μέλ. -σω, καυχιέμαι, περηφανεύομαι πολύ, κομπορρημονώ, σε Σοφ.