ἐλευθεριάζω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθεριάζω Medium diacritics: ἐλευθεριάζω Low diacritics: ελευθεριάζω Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΖΩ
Transliteration A: eleutheriázō Transliteration B: eleutheriazō Transliteration C: eleftheriazo Beta Code: e)leuqeria/zw

English (LSJ)

speak or act like a freeman, Pl.Lg.701e, Arist.Pol.1314a8, Ph.1.380; ἐ. τοῖς λόγοις Plu.2.6e; πρός τινα Luc.Cat.1; ἐλευθεριάξαντας (Dor. aor.) Epimenid. ap. D.L. 1.113; to be free, ἀπὸ τοῦ πλούτου Crat.Ep.8; esp. from public burdens, PFlor.382.7(iii A.D.): c.gen., πολυτελείας Chaerem. ap. Porph. Abst.4.8.

Spanish (DGE)

I ref. pueblos y grupos
1 en tema de aor. hacerse o llegar a ser libre, acceder a la libertad op. δεσπόζεινestar sometido’ ἀμάχανον γὰρ ἀνθρώπως ἐλευθεριάξαντας ἐν τεθμοῖς ἀρίστοις δούλως ἦμεν ya que es impensable que hombres que ganaron su libertad mediante excelentes leyes sean esclavizados (por un tirano), Epimenid. en D.L.1.113, τῶν μὲν τοῦ δεσπόζειν, τῶν δὲ τοῦ ἐλευθεριάσαι Pl.Lg.701e, (Βρέττιοι) εἶθ' ὑπὸ ἀνέσεως ἐλευθεριάσαντες Str.6.1.4, (τοὺς βαρβάρους) καταθαρρῆσαι γὰρ, ἀπελθόντος τοῦ βασιλέως, καὶ ἐλευθεριάσαι Nearch.1(a).
2 en pres. gozar de un régimen de libertades, comportarse con la independencia propia de hombres libres frente al gobernante tirano ὁ δ' ... ἐλευθεριάζων ἀφαιρεῖται ... τὸ δεσποτικὸν τῆς τυραννίδος Arist.Pol.1314a8, como acción identif. c. regímenes democráticos ποῦ γὰρ ὄψομαι ... δημοκρατικὸν ὄχλον οὕτως ἐλευθεριάζοντα; Alciphr.4.18.11, gener. unido a la rebeldía de grupos belicosos o a la revuelta de grupos sometidos τὸ δὲ ἔθνος τοῦτο ἐλευθεριάζει τε ἀεὶ καὶ πολεμικῶς ἐξήρτυται Philostr.VA 2.33, ἡμῶν αὐτῶν ἡ πρὸς τὸ ἀνήκοον αὐτῶν καὶ τὸ ἐλευθεριάζον χαλεπότης nuestra severidad ante su desobediencia y comportamiento de hombres libres ref. las revueltas de los plebeyos en Roma, D.H.6.35
tb. de individuos, irón. del tirano Dionisio expulsado lejos de Siracusa ἄχθομαι ... ὅτι ἐλευθεριάζεις ἐν τῇ Ἑλλάδι τὰ νῦν Diog.Ep.8, en parod., de Hermes ὁ δ' οὖν ἐλευθεριάζει πρὸς ἡμᾶς Luc.Cat.1.
II ref. al individuo
1 gener. c. dat. tener libertad, actuar con toda libertad en el terreno pers. τοῦτον ... ἐλευθεριάζειν τοῖς λόγοις προσῆκεν Plu.2.6e, ὁ ἀποστὰς ᾧ ἐδούλευσεν ἐλευθεριάζει τῷ ἀξιώματι Gr.Nyss.Beat.169.10, ἐλευθεριάζων τῷ βίῳ Basil.M.31.425C, cf. Meth.Res.1.31, ἄφετος καὶ ἐλευθεριάζων καὶ καθαρὸς ... λογισμός Ph.1.380.
2 gener. c. gen. c. o sin prep. liberarse de ἀπὸ ... τοῦ πλούτου ἤδη ἐλευθεριάζομεν Crates Theb.Ep.8, φόβων δὲ καὶ φροντίδων ἐλευθεριάσας Memn.1.4.7, δεσπότου τε κακοῦ τῆς πολυτελείας ἐλευθεριάζοντες Chaerem.Hist.6, sin el gen. τὸ λοιπὸν ἐλευθεριάζειν de una cierta fil. de vida no afectada por dolores, penas, etc., D.Chr.16.4.

German (Pape)

[Seite 795] frei sein, wie ein Freier reden u. handeln, Gegensatz δεσπόζω; Plat. Legg. III, 701 e; Arist. pol. 5, 11 u. Sp.; τοῖς λόγοις, frei, ohne Vorbereitung reden, Plut. educ. lib. 9, neben ἐκ τοῦ παρατυχόντος λέγειν.

French (Bailly abrégé)

parler ou agir librement.
Étymologie: ἐλευθέριος.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθεριάζω: поступать или говорить, как подобает свободному человеку Plat., Arst.: ἐ. τοῖς λόγοις Plut. говорить свободно.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθεριάζω: ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ὡς ἐλεύθερος, Πλάτ. Νόμ. 701Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 13· ἐλ. τοῖς λόγοις Πλούτ. 2. 6Ε· ἐλευθεριάξαντας (Δωρ. ἀόρ.) παρὰ Διον. Λ. 1. 113.

Greek Monolingual

(AM ἐλευθεριάζω)
νεοελλ.
1. μιλώ, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι κατά τρόπο εντελώς ελεύθερο, παραβλέποντας ή περιφρονώντας ορισμένους κανόνες και συμβάσεις
2. συμπεριφέρομαι αντίθετα προς τα χρηστά ήθη
μσν.
απαλλάσσω κάποιον από κάτι
αρχ.
1. μιλώ ή φέρομαι όπως ταιριάζει σε ελεύθερο
2. ζω ελεύθερα (όχι ως δούλος)
3. μιλάω πρόχειρα.