ἐμμυέω
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
initiate in: μῶν ἐνεμυήθης δῆτ' ἐν αὐτῷ τὰ μεγάλα; what, were you initiated at the great mysteries in that shabby coat? Ar.Pl. 845 cod. R.
German (Pape)
[Seite 809] einweihen, Ar. Plut. 845, nach den besten mss.
French (Bailly abrégé)
ἐμμυῶ :
initier à.
Étymologie: ἐν, μυέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμυέω: посвящать: μῶν ἐνεμυήθης ἐν αὐτῷ (sc. τῷ τριβωνίῳ) τὰ μεγάλα; Arph. неужели ты, будучи одет в этот плащ, был посвящен в великие мистерии?
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμῠέω: ἐν τῇ παθ. φωνῇ, ἐμμυοῦμαι, μυοῦμαι ἔν τινι, μῶν ἐνεμυήθης δῆτ’ ἐν αὐτῷ (τῷ τριβωνίῳ) τὰ μεγάλα; Ἀριστοφ. Πλ. 845.
Greek Monotonic
ἐμμυέω: μέλ. -ήσω (ἐν), μυώ, κατηχώ — Παθ., μυῶν ἐνεμυήθης δῆτ' ἐν αὐτῷ τὰ μεγάλα· μήπως μυήθηκες σε αυτά τα φοβερά μυστήρια με αυτό το άθλιο, φθαρμένο πανωφόρι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω [ἐν]
to initiate in: Pass., μῶν ἐνεμυήθης δῆτ' ἐν αὐτῷ τὰ μεγάλα; what, were you initiated at the great mysteries in that shabby coat Ar.