ἐμπυτιάζω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
curdle with rennet, γάλα Dsc.Alex.26 (Pass.); cf. ἐμπιτυάζομαι.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -πιτυάζω Paul.Aeg.5.30
cuajar en v. pas. γάλα ἐμπυτιασθέν Dsc.Alex.26 tít., Paul.Aeg.5.57, 30.
German (Pape)
[Seite 818] die Milch worin (durch Lab) gerinnen lassen; pass. gerinnen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπῡτιάζω: κάμνω νὰ πήξῃ διὰ πυτίας, ἐμπυτιασθὲν γάλα Διοσκ. π. Δηλ. σ. 14, ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
και πυτιάζω (Α ἐμπυτιάζω)
πήζω γάλα με πυτιά, ρίχνω πυτιά μέσα στο γάλα για να παρασκευάσω τυρί ή γιαούρτι, πήζω.