ἐμφρουρέω
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
keep guard in a place, Th.4.110, 8.60: c. acc. loci, D.C.47.30, 50.12:—Pass., to be imprisoned, τέχναις Phalar.Ep.122.4.
Spanish (DGE)
1 estar en una ciudad como guarnición Ἀθηναῖοι Th.4.110, 8.60, cf. D.C.50.12.2
•c. ac. de ciudad estar como guarnición de (Ἀντιοχείαν) D.C.47.30.2.
2 aprisionar, recluir en v. pas. ταύταις (τέχναις) ὑφ' ἡμῶν ... ἐνεφρουρήθη Phalar.Ep.122.
German (Pape)
[Seite 820] darin Wache halten, als Besatzung stehen, Thuc. 4, 110. 8, 60 u. Sp., die es auch mit dem acc. verbinden, besetzt halten, D. Cass. 47, 30.
French (Bailly abrégé)
ἐμφρουρῶ :
tenir garnison.
Étymologie: ἔμφρουρος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφρουρέω: нести военную охрану, стоять гарнизоном Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφρουρέω: φρουρῶ ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 4. 110., 8. 60: μετ’ αἰτ. τόπου, Δίων Κ. 47. 30., 50. 12: - Παθ., τίθεμαι ὑπὸ φρουράν, φυλακίζομαι, Φαλάριδος Ἐπιστ. 5 (;)
Greek Monotonic
ἐμφρουρέω: μέλ. -ήσω (ἐν), φρουρώ ένα μέρος, φυλάω ως φρουρός, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω [ἐν]
to keep guard in a place, Thuc.
Lexicon Thucydideum
custodias agere in loco, to keep watch at a place, 4.110.1, 8.60.1.