ἐναπέρεισις
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
-εως, ἡ, fixing of attention, Plot.4.4.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ fijación Plot.4.4.1.
German (Pape)
[Seite 828] ἡ, Eindruck, Plotin.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπέρεισις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλωτῖν. 4. 4, 1.
Greek Monolingual
ἐναπέρεισις, η (Α)
προσήλωση της προσοχής.