ἐναποθνήσκω

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301

German (Pape)

[Seite 828] (s. θνήσκω), sterben in; ἐν τῇ νήσῳ Thuc. 3, 104; αὐτοῦ 2, 52; Folgde, wie Pol. 18, 24, 9; ταῖς βασάνοις, auf der Folter, Ath. XIII, 596 f; so ἀγῶνι, πληγαῖς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποθνήσκω: μέλλ. -θᾰνοῦμαι: ἀποθνήσκω ἔν τινι τόπῳ, ἐν τῇ νήσῳ Θουκ. 3. 104, πρβλ. 2. 52· ἐν λάροις, μεταξὺ τῶν γλάρων, Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἀπολ., Ἡρόδ. 9. 65: ― ἀποθνήσκω, καθ’ ὃν χρόνον πράττω ἢ ἐκτελῶ τι, ἐναπέθανε δὲ ἐν αὐτοῖς τοῖς καλλίστοις ἔργοις, ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας Πολύβ. 18. 24, 9· ἀποθνήσκω καθ’ ὃν χρόνον εὑρίσκομαι ἐν καταστάσει τινί, ταῖς ὑπεροχαῖς ὁ αὐτ. 15. 35, 5· τοῦτο δ’ εἴ τι φάγοι, ἐναποποθνήσκει, ἀποθνήσκει ἐξ αὐτοῦ, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 12· ἐναπ. βασάνοις, ἀποθν. κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν βασάνων, Ἀθήν. 596F.

Greek Monolingual

ἐναποθνήσκω (Α)
1. πεθαίνω σ' έναν τόπομήτε ἐναποθνήσκειν ἐν τῇ νήσῳ», Θουκ.)
2. πεθαίνω ανάμεσα ή μαζί με άλλους
3. πεθαίνω κατά τη διάρκεια ή την εκτέλεση ενός έργου
4. πεθαίνω ενώ βρίσκομαι σε μια κατάσταση
5. πεθαίνω από μια αιτία.

Middle Liddell

to die in a place, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

immori, to linger, delay, 2.52.3, 3.104.2.