ἐνθεματισμός
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
German (Pape)
[Seite 841] ὁ, das Einsetzen, Pfropfen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθεματισμός: ὁ, ἐγκεντρισμός, μεταφ. παρενθήκη, ἐτυμολογεῖται ἡ νουθέτησις νοῦ ἐνθεματισμὸς Κλήμ. Ἀλ. 154.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
introducción, aplicación fig. νοῦ Clem.Al.Paed.1.10.94.
Greek Monolingual
ο (Α ἐνθεματισμός) ενθεματίζω
εγκεντρισμός, ενοφθαλμισμός, μπόλιασμα.