ἐνθεματισμός
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
German (Pape)
[Seite 841] ὁ, das Einsetzen, Pfropfen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθεματισμός: ὁ, ἐγκεντρισμός, μεταφ. παρενθήκη, ἐτυμολογεῖται ἡ νουθέτησις νοῦ ἐνθεματισμὸς Κλήμ. Ἀλ. 154.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
introducción, aplicación fig. νοῦ Clem.Al.Paed.1.10.94.
Greek Monolingual
ο (Α ἐνθεματισμός) ενθεματίζω
εγκεντρισμός, ενοφθαλμισμός, μπόλιασμα.