ἐνιαχῆ
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
Adv., (ἔνιοι)
A in some places, c. gen., τοῦ Αιβυκοῦ χωρίου Hdt.2.19; τῆς Κύπρου Id.1.199.
II sometimes, Plu.2.427f, Ath. 11.478b.
German (Pape)
[Seite 844] an manchen Stellen, Her. 2, 19; τῆς Κύπρου 1, 199; – zuweilen, Ath. XI, 478 b.
Russian (Dvoretsky)
ἐνιᾰχῆ: Her., Plut. = ἐνιαχοῦ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιᾰχῆ: ἐπίρρ. (ἔνιοι), εἴς τινα μέρη, Ἡρόδ. 2. 19· μετὰ γεν. τόπου, ὁ αὐτ. 1. 199. ΙΙ. ἐνίοτε, Πλουτ. 2. 427Ε, Ἀθήν. 478Β.
Greek Monolingual
ἐνιαχῇ (Α)
επίρρ.
1. τοπ. σε μερικά μέρη
2. χρον. ενίοτε, καμιά φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επιρρήματα ενιαχή, ενιαχού, παράγωγα του ένιοι, εμφανίζουν αντιστοίχως το ίδιο επίθημα με τα πολλαχή, πολλαχού].