ἐννήκοντα
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
Ep. for ἐνενήκοντα, Od.19.174.
German (Pape)
[Seite 847] ep. = ἐνενήκοντα, Od. 19, 174.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἐνενήκοντα.
Russian (Dvoretsky)
ἐννήκοντα: эп. = ἐνενήκοντα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννήκοντα: Ἐπικ. ἀντὶ ἐνενήκοντα, Ὀδ. Τ. 174.
English (Autenrieth)
ninety, Od. 19.174†.
Greek Monolingual
ἐννήκοντα (Α)
επικ. τ. του ενενήκοντά.
Greek Monotonic
ἐννήκοντα: Επικ. αντί ἐνενήκοντα.
Middle Liddell
[epic for ἐνενήκοντα