προξενία

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προξενία Medium diacritics: προξενία Low diacritics: προξενία Capitals: ΠΡΟΞΕΝΙΑ
Transliteration A: proxenía Transliteration B: proxenia Transliteration C: proksenia Beta Code: proceni/a

English (LSJ)

Thess. προξεννία IG9(2).258.6,9 (Cierium, ii B. C.): ἡ:—
A proxeny, proxenia, relation of πρόξενος, treaty or compact of friendship between a state and a foreigner, Antipho Fr.67, Th.6.89; προξενίᾳ πέποιθα I trust my public friendship, Pi.N.7.65, cf. O.9.83; τινὰ προξενίαν ἐξευρήσεις; what protector wilt thou find? E.Med. 359 (anap., v.l.).
2 status and privileges of a πρόξενος, προξενία, εὐεργεσία, ἀτέλεια ἁπάντων D.20.60; τὴν παλαιὰν προξενίαν… ἣν τοῦ πάππου ἀπειπόντος αὐτὸς [sc. ὁ Ἀλκιβιάδης… διενοεῖτο ἀνανεώσασθαι Th.5.43; τὴν προξενίαν ὑμῶν… πατρὸς πατὴρ πατρῴαν ἔχων παρεδίδου τῷ γένει X.HG6.3.4; ἡ πρὸς Θηβαίους προξενία Aeschin.2.141; freq. in Inscrr., IG12.116.40, etc.; coupled with other privileges, e.g. προνομία, προπραξία, ib.9(1).442.4 (Stratos, iv B. C.); πολιτεία, ἀσυλία ib.9(2).62.12 (Lamia, iii B. C.), etc.; ἔγγυος τᾶς προξενίας ib.14; ἔγγυος τᾶν προξενίαν ὁ γραμματεύς SIG629.31 (Delph., ii B. C.).
II inscription or written instrument in witness of προξενία, in plural, Arist.Ath. 54.3, Plb.12.11.2.

German (Pape)

[Seite 736] ἡ, das Recht des Gastfreundes, Gastfreundschaft; προξενίᾳ πέποιθα, Pind. N. 7, 65; Ol. 9, 83; bes. des öffentlichen Gastfreundes, πρόξενος, Eur. Med. 359; Thuc. 5, 43 u. öfter; Xen. Hell. 6, 3, 4; Dem. u. Folgde. – Auch das Document eines Bündnisses od. Vertrages, Brief zur Bestätigung einer öffentlichen od. Privatübereinkunft, Pol. 12, 12; Antig. Caryst. 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction de proxène.
Étymologie: πρόξενος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προξενία -ας, ἡ [πρόξενος] positie van proxenos:; τὴν μὲν προξενίαν ὑμῶν οὐκ ἐγὼ ἔχω μόνος ik ben niet de enige die de positie van uw proxenos heb Xen. Hell. 6.3.4; vandaar bescherming, voorspraak:. τίνα προξενίαν... ἐξευρήσεις; welke bescherming zul je vinden? Eur. Med. 359.

Russian (Dvoretsky)

προξενία:
1 проксения, узы или права взаимного (общественного) гостеприимства (κατὰ τὴν παλαιὰν προξενίαν Thuc.): τίνα προξενίαν ἐξευρήσεις; Eur. где найдешь ты гостеприимство?;
2 договорный документ, соглашение Polyb.

English (Slater)

προξενία (-ίᾳ, -ίαισι.) friendly relations towards foreigners προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις (O. 9.83) καὶ προξενίᾳ πέποιθ (i. e. τῇ τοῦ Λάμπωνος πρὸς ἐμὲ φιλίᾳ, cf. (P. 10.64)) (N. 7.65) πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι Παρθ. 2. 41.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και θεσσ. τ. προξεννία, Α πρόξενος
η αντιπροσώπευση όσων ξένων βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε μια κοινότητα της αρχαίας Ελλάδας μέσω ντόπιων κατοίκων, τών προξένων
αρχ.
1. το Δίκαιο της φιλοξενίας, το να δέχεται κανείς τους ξένους με φιλοφροσύνη («προξενίᾳ πέποιθα», Πίνδ.)
2. η προστασία τών ξένων από έναν πολίτη σε ορισμένη επικράτειατίνα προξενίαν ἢ δόμον ἢ χθόνα σωτῆρα κακῶν ἐξευρήσεις;», Ευρ.)
3. τα δικαιώματα, τα προνόμια του προξένου («ἡ πρὸς Θηβαίους προξενία», επιγρ.)
4. έγγραφο με το οποίο παραχωρούνταν δικαιώματα, προνομίες σε ξένους.

Greek Monotonic

προξενία: ἡ (πρόξενος),
1. προξενία, δηλ. συμφωνία ανάμεσα στην πόλη και σε κάποιον ξένο, Λατ. hospitium, σε Θουκ. κ.λπ.· προξενίᾳ πέποιθα, εμπιστεύομαι τη φιλία του δήμου, σε Πίνδ.· τίναπροξενίαν ἐξευρήσεις; τί προστάτη θα βρεις; σε Ευρ.
2. δικαιώματα ή προνόμια προξένου (πρόξενος), σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προξενία: ἡ, ἡ σχέσις τοῦ προξένου, δηλ. συνθήκησύμβασις μεταξὺ πόλεώς τινος ἢ ἔθνους καὶ ξένου, τὸ Λατ. hospitium, Ἀντιφῶν παρ’ Ἀθην. 525Β, Θουκ. 5. 43., 6. 89· προξενίᾳ πέποιθα, ἔχω πεποίθησιν εἰς τὴν φιλίαν τοῦ κοινοῦ, Πινδ. Ν. 7. 96, πρβλ. Ο. 9. 123· τὴν πρ. ὑμῶν... πατρὸς πατὴρ πατρῴαν ἔχων παρεδίδου τῷ γένει Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4· τίνα πρ. ἐξευρήσεις; Εὐρ. Μήδ. 359. 2) τὰ δικαιώματα ἢ προνόμια τοῦ προξένου Δημ. 475. 10· πρ. διδόναι Διογ. Λ. 2. 51· δῶρον προξενίας συχνάκις μνημονεύεται ἐν Ψηφίσμασι, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 90, 91, 1334, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀναγραφὴ προξενίας ἐν ταῖς φλιαῖς τῶν ναῶν, Πολύβ. 12. 12, 2.

Middle Liddell

προξενία, ἡ, πρόξενος
1. proxeny, i. e. a compact between a State and a foreigner, Lat. hospitium, Thuc., etc.; προξενίᾳ πέποιθα I trust my public friendship, Pind.; τινὰ πρ. ἐξευρήσεις; what protector wilt thou find? Eur.
2. the privileges of a πρόξενος Dem.

Wikipedia EN

Proxeny or proxenia (Greek: προξενία) in ancient Greece was an arrangement whereby a citizen (chosen by the city) hosted foreign ambassadors at his own expense, in return for honorary titles from the state. The citizen was called proxenos (πρόξενος; plural: proxenoi or proxeni, "instead of a foreigner") or proxeinos (πρόξεινος). The proxeny decrees, which amount to letters patent and resolutions of appreciation were issued by one state to a citizen of another for service as proxenos, a kind of honorary consul looking after the interests of the other state's citizens. A cliché phrase is euergetes (benefactor) and proxenos (πρόξεινος τε ειη και ευεργέτης).

Wikipedia DE

Ein Proxenos (wörtl.: „für den Fremden“, von altgriech. πρόξενος) war im antiken Griechenland ein Bürger, der in seiner Stadt die Interessen einer anderen vertrat (in manchem vergleichbar einem modernen Honorarkonsul).

Diese Funktion entwickelte sich seit dem 5. Jahrhundert v. Chr. aus privaten Gastfreundschaften.

Ein Proxenos war derjenige, an den sich ein Fremder (Xenos) in einer griechischen Stadt wenden konnte, wenn er in irgendwelche Schwierigkeiten geraten war. Er war Bürger des lokalen Stadtstaates (Polis) oder zumindest ansässiger Fremdling. Ihm wurde öffentlich die Aufgabe übertragen, sich um die Interessen eines anderen Stadtstaates zu kümmern bzw. diesen Stadtstaat zu repräsentieren.

Er war angesehen und wohlhabend. Oft entstammte er auch dem Stadtstaat, den er vertrat.

Für sein Amt erhielt er vom Staat keine Bezahlung. Er genoss stattdessen einige Privilegien und profitierte vielleicht auch bei Geschäftsbeziehungen. Vornehmlicher Aspekt aber war die Ehre, die mit der Ausübung des Amtes verbunden war

Wikipedia IT

Nell'antica Grecia la prossenia o proxenia era una convenzione concordata per mezzo della quale un cittadino eminente della polis ospitava gli ambasciatori stranieri a proprie spese, in cambio di titoli onorari ricevuti dallo Stato.

Wikipedia RU

Проксения (др.-греч. προξενία) — институт древнегреческого международного права, общественное гостеприимство.

Lexicon Thucydideum

ius hospitii publici, right of public hospitality, 5.43.2, 6.89.2.