ἐξαναθλίβω
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
[ῑ], squeeze out, express, Placit.2.13.2.
Spanish (DGE)
empujar hacia fuera ὁ ἀὴρ ... ἐξανέθλιψε (τὸ πυρώδες) Placit.2.13.2 (= Emp.A 53).
German (Pape)
[Seite 868] herausquetschen, aor. I. act., Stob. ecl. 1, 25, 1.
Greek Monolingual
ἐξαναθλίβω (Α)
βράζω κάτι με σύνθλιψη, με συμπίεση, συμπιέζω, συνθλίβω.