ἐξαναρπάζω

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναρπάζω Medium diacritics: ἐξαναρπάζω Low diacritics: εξαναρπάζω Capitals: ΕΞΑΝΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: exanarpázō Transliteration B: exanarpazō Transliteration C: eksanarpazo Beta Code: e)canarpa/zw

English (LSJ)

snatch away, E.Hel.1565, IA75.

Spanish (DGE)

apoderarse a la fuerza, raptar ἐξαναρπάσας Ἑλένην E.IA 75, ταῦρον E.Hel.1565.

German (Pape)

[Seite 868] herausreißen, entführen, Ἑλένην, ταῦρον, Eur. Hel. 1581 I. A. 75.

French (Bailly abrégé)

enlever de force, ravir.
Étymologie: ἐξ, ἀναρπάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναρπάζω: похищать (Ἑλένην Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναρπάζω: ἀναρπάζω ἔκ τινος μέρους, οἱ δ’ ἐξανήρπασαν ταῦρον Εὐρ. Ἠλ. 1565, Ι. Α. 75.

Greek Monolingual

ἐξαναρπάζω (Α)
1. αρπάζω κάτι βίαια και βιαστικά, αναρπάζω («ἐξανήρπασαν ταῦρον», Ευρ.)
2. (για γυναίκα) κλέβω, κάνω απαγωγή («ἐρῶν ἐρῶσαν ᾤχετ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαναρπάζω: μέλ. -σω ή -ξω, αρπάζω μακριά από ένα μέρος, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. σω or ξω
to snatch away, Eur.