ἐξ ἀρχῆς
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
ἐξαρχῆς, adv., more correctly ἐξ ἀρχῆς, from the beginning, v. ἀρχή.
Spanish (DGE)
• Morfología: [frec. divissim ἐξ ἀρχῆς en ed.]
adv. desde el principio, originalmente τὰ ἐξαρχῆς λεγόμενα Gal.14.649, τὸ ὄνομα ὅπερ ἐξαρχῆς ἔθεντο οἱ γονεῖς Chrys.M.51.148, reforzado con el art. τὸ ἐ. Ptol.Harm.58.18, con ἀπό en uso redundante ἀπὸ ἐξαρχῆς PHaun.58.19, SB 15491.1 (ambos V d.C.)
•subst. τὸ ἐξαρχῆς = posición o situación inicial εἰς τὸ ἐξαρχῆς ἀποκατέστη Arr.Epict.2.18.9; cf. ἀρχή A I 1 b).
German (Pape)
[Seite 873] von Anfang an, besser ἐξ ἀρχῆς geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρχῆς: Ἐπίρρ., ὀρθότερον διῃρημένως, ἐξ ἀρχῆς, ἴδε ἐν λ. ἀρχή.
Greek Monolingual
και ξαρχής (AM ἐξ ἀρχῆς, Μ και [ἐ]ξαρχῆς)
επίρρ. από την αρχή
μσν.
1. ανέκαθεν («ἐξαρχῆς πιστὸς εἰς τὸν δεσπότην», Χρον. Τόκκ.)
2. (με την πρόθ. ὡς) «ὡς ἐξαρχής» — κατά γενικό κανόνα («καίπερ εἰπεῖν ὡς ἐξαρχῆς ό φθόνος οὐκ ἐκλείπει εὶς βασιλεῖς», Διήγ. Βελισ.).