ἐπίκαυτος

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκαυτος Medium diacritics: ἐπίκαυτος Low diacritics: επίκαυτος Capitals: ΕΠΙΚΑΥΤΟΣ
Transliteration A: epíkautos Transliteration B: epikautos Transliteration C: epikaftos Beta Code: e)pi/kautos

English (LSJ)

burnt at the tip, ἀκόντια Hdt.7.71, 74.

German (Pape)

[Seite 947] an der Spitze angebrannt, Her. 7, 71. S. ἐπικαίω.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brûlé à l'extrémité.
Étymologie: ἐπικαίω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκαυτος: обожженный на конце, с обгорелым кончиком (ἀκόντια Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκαυτος: -ον, κεκαυμένος κατὰ τὸ ἄκρον, σκληρυνθεὶς διὰ τοῦ πυρός, Λατ. praeustus, ἀκοντίοισι ἐπικαύτοισι Ἡρόδ. 7. 71, 74.

Greek Monolingual

ἐπίκαυτος, -ον (Α)
ο καμένος στην άκρη («ἀκοντίοις δὲ ἐπικαύτοις χρεώμενοι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο σε -τος του ρ. επικαίω].

Greek Monotonic

ἐπίκαυτος: -ον (ἐπικαίω), καμένος στην άκρη, Λατ. praestus, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπίκαυτος, ον ἐπικαίω
burnt at the end, Lat. praeustus, Hdt.