ἐπαναβαθμός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
(v.l. ἐπαναβασμός), ὁ, step of a stair, Pl.Smp. 211c (pl.).
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, die Stufe, zum Hinaufsteigen, Plat. Conv. 211 c, v.l. -βασμός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναβαθμός: ὁ ступень Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναβαθμός: ἢ ἐπαναβασμός, ὁ, βαθμὶς κλίμακος, Πλάτ. Συμπ. 211C.
Greek Monolingual
ἐπαναβαθμός και ἐπαναβασμός, ο (Α)
σκαλί, βαθμίδα κλίμακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-βαθμός «σκαλί»].