ἐπεκδιδάσκω
From LSJ
English (LSJ)
teach or explain besides, τι Pl.Prt. 328e; ὡς.. Id.Euthphr.7a; ὅπως.. Plu.Sol.25; ὁ -διδάσκων λόγος Plb.15.35.7:—Pass., Gal.Libr.Propr. 1.
German (Pape)
[Seite 913] (s. διδάσκω), noch dazu, ferner belehren; Plat. Euthyphr. 7 a Prot. 328 e; ὁ ἐπεκδιδάσκων λόγος Pol. 15, 35, 7; ὅπως Plut. Sol. 25.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπεκδιδάξω;
expliquer en outre tout au long.
Étymologie: ἐπί, ἐκδιδάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεκδῐδάσκω: (еще, дополнительно, вновь) объяснять, растолковывать Plat., Plut.: ὁ ἐπεκδιδάσκων λόγος Polyb. пояснение.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκδῐδάσκω: ἐπεξηγοῦμαι, σαφηνίζω, Πλάτ. Πρωτ. 328Ε, Εὐθύφρων 7Α, Πλουτ. Σόλ. 25.
Greek Monolingual
ἐπεκδιδάσκω (Α)
επεξηγώ.
Greek Monotonic
ἐπεκδῐδάσκω: μέλ. -ξω, αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω ή επεξηγώ, σε Πλάτ.