ἐπεκδιηγέομαι

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεκδιηγέομαι Medium diacritics: ἐπεκδιηγέομαι Low diacritics: επεκδιηγέομαι Capitals: ΕΠΕΚΔΙΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: epekdiēgéomai Transliteration B: epekdiēgeomai Transliteration C: epekdiigeomai Beta Code: e)pekdihge/omai

English (LSJ)

explain besides, Pl.Phd. 97e.

German (Pape)

[Seite 913] noch dazu, ferner erklären, Plat. Phaed. 97 d.

French (Bailly abrégé)

ἐπεκδιηγοῦμαι;
expliquer en outre tout au long.
Étymologie: ἐπί, ἐκδιηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεκδιηγέομαι: (кроме того) разъяснять (τὴν αἰτίαν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεκδιηγέομαι: ἀποθ., κατόπιν ἐξηγοῦμαι, ᾤμην φράσειν αὐτὸν πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη· ἐπειδὴ δὲ φράσειεν ἐπεκδιηγήσασθαι τὴν αἰτίαν καὶ τὴν ἀνάγκην Πλάτ. Φαίδων 97D, κἑξ.

Greek Monotonic

ἐπεκδιηγέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., επεξηγώ, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep. to explain besides, Plat.