ἐπικομπέω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικομπέω Medium diacritics: ἐπικομπέω Low diacritics: επικομπέω Capitals: ΕΠΙΚΟΜΠΕΩ
Transliteration A: epikompéō Transliteration B: epikompeō Transliteration C: epikompeo Beta Code: e)pikompe/w

English (LSJ)

= ἐπικομπάζω (add boastingly, boast) Th.8.81.
2. boast of, τι Id.4.126.

German (Pape)

[Seite 951] dasselbe; ὑπισχνεῖτο δ' οὖν τάδε μέγιστα ἐπικομπῶν, indem er sehr dabei prahlte, Thuc. 8, 81, vgl. 4, 126; Sp., wie D. Cass. 39, 45.

French (Bailly abrégé)

ἐπικομπῶ :
1 c. ἐπικομπάζω;
2 se vanter de, acc..
Étymologie: ἐπί, κομπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικομπέω: хвастливо заявлять: ὑπιοχνεῖτο τάδε ἐπικομπῶν Thuc. (Алкивиад) хвастливо уверял в следующем; ἄποθεν ἀπειλαῖς τὸ ἀνδρεῖον ἐ. Thuc. угрозами на расстоянии показывать свою храбрость.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικομπέω: τῷ προηγ. 1, Θουκ. 8. 81. 2) καυχῶμαι διά τι, τι ὁ αὐτ. 4. 126. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπικομπῶν· ἐπικαυχώμενος».

Greek Monotonic

ἐπικομπέω: μέλ. -ήσω,
1. = το προηγ. I, σε Θουκ.
2. καυχιέμαι για, τι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. = ἐπι-κομπάζω, Thuc.
2. to boast of, τι Thuc.