ἐπικωκύω

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικωκύω Medium diacritics: ἐπικωκύω Low diacritics: επικωκύω Capitals: ΕΠΙΚΩΚΥΩ
Transliteration A: epikōkýō Transliteration B: epikōkyō Transliteration C: epikokyo Beta Code: e)pikwku/w

English (LSJ)

lament over, πατρὸς δαῖτα S.El.283; τὸν υἱόν ib.805: abs., Hld.1.13.

German (Pape)

[Seite 955] dazu beklagen, τί, Soph. El. 275, τὸν υἱὸν ὀλωλότα 795.

French (Bailly abrégé)

se lamenter sur, acc..
Étymologie: ἐπί, κωκύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικωκύω: оплакивать, рыдая вспоминать (τινά и τι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικωκύω: μέλλ. -ύσω ῡ, κωκύω, θρηνῶ ἐπί τινι, κἀπικωκύω πατρὸς τὴν δυστάλαιναν δαῖτ’ Σοφ. Ἠλ. 283· δακρῦσαι κἀπικωκῦσαι τὸν υἱὸν αὐτόθι 805· ἀπολ., ἐπεκώκυσε Ἡλιόδ. 13· μετὰ δοτ., ἐπικωκύσας τῷ πάθει Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 111C.

Greek Monolingual

ἐπικωκύω (Α)
θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κωκύω «θρηνώ»].

Greek Monotonic

ἐπικωκύω: μέλ. -ύσω [ῡ], θρηνώ για κάποιον ή για κάτι, με αιτ., σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ύσω
to lament over a person orthing, c. acc., Soph.