ἐπιληκυθίστρια
From LSJ
English (LSJ)
Dor. -λᾱκ-, ἡ, comic nickname of the muse of Mnasalcas, the bombastical, AP13.21 (Theodorid.); cf. λήκυθος.
German (Pape)
[Seite 958] Μοῦσα, heißt spöttisch die prunkend ausstaffirte, überschminkte tragische Muse, Theodorid. 8 (XIII, 21).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιληκῠθίστρια: adj. f напыщенная, выспренняя (шутл. эпитет музы трагедии) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιληκῠθίστρια: (Δωρ. ἐπιλακυθίστρια), ἡ, κωμικὸν ὄνομα τῆς τραγικῆς μούσης, ἡ κομπώδης, Ἀνθ. Π. 13. 21, πρβλ. λήκυθος Ι. 2.
Greek Monotonic
ἐπιληκῠθίστρια: ἡ (λήκυθος), κωμική ονομασία της Μούσας της Τραγικής Ποίησης, στομφώδης, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐπι-ληκῠθίστρια, ἡ, λήκυθος
nickname of the Tragic muse, the bombastical, Anth.