ἐπιφύλιος
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
[ῡ], ον, (φυλή) distributed to the tribes, χθών E.Ion1577.
German (Pape)
[Seite 1001] χθών, unter die Stämme vertheilt, Eur. Ion 1577.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
partagé en tribus, en nations.
Étymologie: ἐπί, φυλή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφύλιος: (ῡ) разделенный по филам (χθών Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφύλιος: -ον, (φῡλὴ) διανενεμημένος εἰς τὰς φυλάς, χθὼν Εὐρ. Ἴων 1577.
Greek Monolingual
ἐπιφύλιος, -ον (Α) φυλή
αυτός που έχει διανεμηθεί στις ανθρώπινες φυλές («ἐπώνυμοι γῆς κἀπιφυλίου χθονὸς λαῶν ἔσονται», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐπιφύλιος: -ον (φυλή), διαιρεμένος σε φυλές, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐπι-φύλιος, ον [φῡλή]
distributed to the tribes, Eur.