ἐρεσχελία
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ἡ, = φλυαρία, EM371.1, Suid. s.v. Ἀδάμ; = decudia (?), Glossaria; quarrel, PMonac.1.23 (vi A.D., ἐρεσχειλία Pap.).
German (Pape)
[Seite 1025] Scherz, Neckerei, Suid. u. Sp.
Greek Monolingual
ἐρεσχελία και ἐρεσχηλία, ἡ (AM) ερεσχελώ
1. φλυαρία, μωρολογία, ανόητος λόγος
2. πείραγμα, χωρατό, χυδαίος αστεϊσμός
3. εριστικός λόγος, φιλονεικία.