ἐρετμόω
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
A furnish with oars, set to row, χέρας E.Med.4; but χεῖρας ἐ. lay their hands to the oar, Orph.A.358; use their hands as oars, swim, Nonn. D. 7.185.
2 ἐ. πορείην pursue a course, ib.33.191, al.
3 traverse as if with oars, ib.14.4:—Pass., ἀὴρ ἐρετμώθη πτερύγεσσιν ib.6.388.
German (Pape)
[Seite 1025] mit einem Ruder versehen, Eur. Med. 4 εἴθ' ὄφελ' Ἀργοῦς σκάφος – μηδ' ἐρετμῶσαι χέρας ἀνδρῶν, wie Orph. Arg. 356 χεῖρας ἐρετμώσαντες, die Hände berudernd, ans Rüder legend; vgl. Nonn. D. 7, 185; – durchrudern, ἠερίους κενεῶνας πεδίλῳ Nonn. D. 14, 4.
French (Bailly abrégé)
ἐρετμῶ :
armer de rames.
Étymologie: ἐρετμόν.
Russian (Dvoretsky)
ἐρετμόω: вооружать, снабжать веслами (χέρας τινός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρετμόω: ἐφοδιάζω μὲ κώπας, μηδ’ ἐρετμῶσαι χέρας, «κώπαις ἁρμόσαι» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Μήδ. 4· ἀλλὰ χεῖρας ἐρετμώσαντες, ἐπιθέντες ταῖς κώπαις τὰς χεῖρας, Ὀρφ. Ἀργ. 356· καὶ ἐν Νόνν. Δ. 7. 185, μεταχειρίζομαι τὰς χεῖρας ὡς κώπας, κωπηλατῶ δι’ αὐτῶν, κολυμβῶ: «γυμνὴ χεῖρας ἐρετμώωσα δι’ ὕδατος ἔτρεχε κούρη». ΙΙ. κωπηλατῶ διὰ μέσου, διέρχομαι, ἐξ εἰκασ., ἠερίους κενεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλῳ αὐτόθι 14. 3.
Greek Monotonic
ἐρετμόω: μέλ. -ώσω, εφοδιάζω με κουπιά, σε Ευρ.