ἐφόδιος
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
English (LSJ)
ἐφόδιον,
A for a journey, εὐχαί EM348.43.
II on the road, accessible, BGU1116.8 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1121] ion. ἐπόδιος, auf den Weg, zur Reise nöthig, τὸ ἐφόδιον, Reisevorrath, Reisegeld, bes. im plur., ἐπόδιά σφι δοῦναι Her. 4, 203, wie Lys. 12, 11 u. Plat. Ep. VII, 350 b; ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar. Ach. 53; καὶ ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντες ἐφόδιον Thuc. 2, 70; ἐφοδίων ἀπορεῖν Lys. 16, 14; ἐφόδια τοῖς ἵπποις Andoc. 4, 30; τὰ τῆς φυγῆς ἐφόδια Aesch. 1, 172; Unterhaltungskosten eines Heeres im Kriege, δι' ἀπορίαν ἐφοδίων τοῖς στρατευομένοις Dem. 3, 20; vgl. Thuc. 6, 31; τὰ ἐφόδια τοῦ πολέμου Arist. rhet. 3, 10; übh. Beförderungs-, Hülfsmittel wozu, τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐφόδιον ὀνομάζει Plut. Alex. 8; εἰς ἀνδρείαν Hdn. 2, 10, 11; Luc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφόδιος: -ον, ὁ ἐπὶ ἐξόδῳ γινόμενος, «ἐξιτηρίους εὐχάς, ἐφοδίους τοῖς πρὸς ἔξοδον ἰοῦσιν ἢ πρὸς θάνατον» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἐφόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται για το ταξίδι ή για τον θάνατο, εξιτήριος (α. «ἐφόδιοι εὐχαί» β. «ἐξιτηρίους εὐχάς, ἐφοδίους τοῖς πρὸς ἔξοδον ἰοῦσιν ἤ πρὸς θάνατον», λεξ. Σούδα)
2. αυτός που βρίσκεται πάνω στην οδό, προσιτός, ευπρόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁδός].
Mantoulidis Etymological
(=ἀναγκαῖος γιά ταξίδι). Ἀπό τό ἐπί + ὁδός τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἐφόδιος: ἐφόδιον, ἐφοδιάζω.