ἑστιάρχης
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ἑστιάρχου, ὁ, the master of a feast, Plu.2.643d, prob. in CIG2052.4 (Apollonia in Thrace).
German (Pape)
[Seite 1044] ὁ, (eigtl. Herr des Heerdes), Gastgeber, Wirth, Plut. Symp. 2, 10, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui donne un dîner comme maître de maison.
Étymologie: ἑστία, ἄρχω.
Greek Monolingual
ἑστιάρχης και ἑστίαρχος, ὁ (Α)
αυτός που επιστατεί στο συμπόσιο, ο οικοδεσπότης, ο συμποσιάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + -αρχης
πρβλ. γενάρχης].
Russian (Dvoretsky)
ἑστιάρχης: ου ὁ гестиарх, хозяин дома (дающий званый обед) Plut.