ἠθητικός
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
ἠθητική, ἠθητικόν, capable of being strained, of wines, Thphr. CP 6.16.6.
German (Pape)
[Seite 1156] οἶνος, v.l. für ἠθικός, Theophr.
Greek Monolingual
ἠθητικός, -ή, -όν (Α)
(για οίνο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διηθήσει, να διυλίσει, ο κατάλληλος για διύλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθητός, ρηματικό επίθετο του ηθώ].