ἠθητικός

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθητικός Medium diacritics: ἠθητικός Low diacritics: ηθητικός Capitals: ΗΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ēthētikós Transliteration B: ēthētikos Transliteration C: ithitikos Beta Code: h)qhtiko/s

English (LSJ)

ἠθητική, ἠθητικόν, capable of being strained, of wines, Thphr. CP 6.16.6.

German (Pape)

[Seite 1156] οἶνος, v.l. für ἠθικός, Theophr.

Greek Monolingual

ἠθητικός, -ή, -όν (Α)
(για οίνο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διηθήσει, να διυλίσει, ο κατάλληλος για διύλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθητός, ρηματικό επίθετο του ηθώ].