ἰαλεμώδης
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
English (LSJ)
ες, like an ἰάλεμος, wretched, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1232] ες, von Phot. τὰ ψυχρὰ καὶ οὐδενὸς ἄξια erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱλεμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ἰάλεμον, ἐλεεινός, «ἰαλεμώδη· τὰ ψυχρὰ καὶ οὐδενὸς ἄξια» Ἡσύχ., Σουΐδ., Φώτ.
Greek Monolingual
ἰαλεμώδης, -ῶδες (Α) ιάλεμος
1. αυτός που μοιάζει με ιάλεμο, ανόητος, ελεεινός
2. ασήμαντος, αδιάφορος.