ἰαμβοποιός
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ὁ, writer of lampoons, ib.1451b14; of iambics, Phld.Po.2.29, Ath.8.359e.
German (Pape)
[Seite 1233] der Jamben macht, Jambendichter; Arist. poet. 9; Ath. VIII, 359 e.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
poète iambique.
Étymologie: ἴαμβος, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ἰαμβοποιός: ὁ автор ямбов, ямбический поэт Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν ἰάμβους, Ἀριστ. Ποιητ. 9, 5, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 58.
Greek Monolingual
ο (Α ἰαμβοποιός)
ο ιαμβογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -ποιος (< ποιώ)].
Greek Monotonic
ἰαμβοποιός: ὁ (ποιέω), δημιουργός ιάμβων, σε Αριστ.