ὁμοούσιος
English (LSJ)
ὁμοούσιον, (οὐσία) consubstantial, coessential, same in being, same in essence, homoousios, of the same substance, Plot.4.4.28, 4.7.10, Porph.Abst.1.19, Iamb. Myst.3.21, Syrian. in Metaph.129.3, Simp.in Ph.44.3, etc.
German (Pape)
[Seite 338] von derselben Natur, demselben Wesen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοούσιος: сходный по сущности, единосущный.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοούσιος: -ον, (οὐσία) ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας, Πλωτῖν., Ἑρμῆς Τρισμ. 5, 8, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1012D, Ὠριγέν. IV, 684Α· τινὸς Μεθόδ. 352C· τῷ πατρὶ ὁ αὐτ. 361Β· ὁμ. τριὰς Δίδ. Ἀλ. 536Α. ― Ἐπίρρ. ὁμοουσίως, Δίδ. Ἀλ. 396, 808Α, 976Α· ― τὸ ὁμοούσιον, ταυτότης οὐσίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁμοιούσιον, Βασίλ. IV, 921Β· ἡ τοῦ ὁμοουσίου πίστις, ἡ πίστις ὅτι ὁ υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος τῷ πατρί, Σωκράτ. 141Β, Θ. Στουδ. ΙΙΙ, 1080C. (Πρβλ. Tertull. II, 159A)· οὕτως, ὁμοουσιότης, ητος, ἡ, Ἀθαν. ΙΙ, 1152Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 417Β, Δίδ. Ἀλ. 689C, 849Α, κλ.· ― ὁμοουσιαστής, οῦ, ὁ, ἀποδεχόμενος ὡς δόγμα τὸ ὁμοούσιον, λέξις τῶν Ἀρειανῶν, Βασίλ. 848Β, 921Α, Ψευδο-Ἀθαν. IV, 1149B.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὁμοούσιος, -ον)
1. αυτός που σύγκειται από την ίδια ουσία με κάποιον άλλο, αυτός που έχει την ίδια φύση
2. φρ. «ομοούσιος τῳ πατρί»
εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που έχει την ίδια ουσία με τον πατέρα, αυτός που είναι κατά φύσιν θεός και φύσει μέτοχος της θείας ουσίας
3. το ουδ. ως ουσ. το ομοούσιον
εκκλ. όρος που χρησιμοποιήθηκε από την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325) για να δηλώσει την ταυτότητα της ουσίας τών τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, δηλαδή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σε αντιδιαστολή προς την αιρετική διδασκαλία του Αρείου, ο οποίος διέκρινε τον Πατέρα από τον Υιό και θεωρούσε τον Υιό ως δημιούργημα του Πατρός
νεοελλ.
φρ. α) «τριάς ομοούσιος και αχώριστος»
μτφ. τρία άτομα που συνδέονται με στενή φιλία και είναι αχώριστα
β) «τον άγγιξε στο ομοούσιο» — τον έθιξε καίρια στην πιο ευαίσθητη χορδή του
γ) «έσφαλε στο ομοούσιο» — διέπραξε ανεπανόρθωτο σφάλμα.
επίρρ...
ομοουσίως (ΑΜ)
κατά την ίδια ουσία
αρχ.
με ομοούσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ούσιος (< ουσία)].
Translations
cs: homoúsios; da: homoousios; de: Wesensgleichheit; en: homoousion; es: consubstancialidad; fa: همگوهری; fi: homoousiaanit; hu: egylényegűség; id: homoousion; io: samsubstanceso; is: homoousios; ko: 동일본질; pl: współistotność; pt: consubstancialidade; ro: homoousia; sv: homoousios; vi: đồng bản thể; zh: 同本體論