ὀγδοηκοντατάλαντος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰλ], ον, possessed of eighty talents, Lys.26.22.
German (Pape)
[Seite 290] achtzig Talente betragend, wert, οἶκος, Lys. 26, 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de 80 talents.
Étymologie: ὀγδοήκοντα, τάλαντον.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδοηκοντατάλαντος: стоящий восемьдесят талантов (οἶκος Lys.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδοηκοντατάλαντος: -ον, ὁ ἔχων ὀγδοήκοντα τάλαντα, Λυσ. 177. 26.
Greek Monolingual
ὀγδοηκοντατάλαντος, -ον (Α)
αυτός που έχει αξία ή βάρος ογδόντα ταλάντων («ἐν εἰρήνη μὲν ὀγδοηκοντατάλαντος ἡμῶν ὁ οἶκος ἐγένετο», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + τάλαντον].