ὁσιωτήρ

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁσιωτήρ Medium diacritics: ὁσιωτήρ Low diacritics: οσιωτήρ Capitals: ΟΣΙΩΤΗΡ
Transliteration A: hosiōtḗr Transliteration B: hosiōtēr Transliteration C: osiotir Beta Code: o(siwth/r

English (LSJ)

ὁσιωτῆρος, ὁ, consecrator, the name given at Delphi to the victim offered when one of the priests called ὅσιοι was appointed, Plu.2.292d.

German (Pape)

[Seite 395] ῆρος, ὁ, das Opferthier, welches geschlachtet wird, wenn der Priester gewählt ist, in Delphi, Plut. quaest. graec. 9.

French (Bailly abrégé)

τῆρος (ὁ) :
victime offerte pour l'ordination ou l'installation d'un prêtre, à Delphes.
Étymologie: ὁσιόω.

Russian (Dvoretsky)

ὁσιωτήρ: ῆρος ὁ животное, приносимое в жертву по случаю назначения нового жреца в Дельфах (см. ὅσιος
4 Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσιωτήρ: ῆρος, ὁ, οὕτως ἐκαλεῖτο τὸ ἱερεῖον τὸ θυόμενον ὅτε τις τῶν ἱερέων ἐν Δελφοῖς διωρίζετο εἰς τὴν τάξιν τῶν ὁσίων, ἦσαν δὲ οἱ ὅσιοι πέντε καὶ συνιερούργουν μετὰ τῶν προφητῶν, Πλουτ. 2. 292D.

Greek Monolingual

ὁσιωτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(για το ζώο που θυσιαζόταν όταν κάποιος από τους ιερείς διοριζόταν στην τάξη τών οσίων) αυτός που καθοσιώνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁσιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. ορθωτήρ)].