ὑγρομελής
From LSJ
English (LSJ)
ὑγρομελές, with supple limbs, X.Cyn.5.13, Poll.4.96.
German (Pape)
[Seite 1171] ές, mit geschmeidigen, biegsamen Gliedern, Xen. Cyn. 5, 13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux membres souples.
Étymologie: ὑγρός, μέλος.
Russian (Dvoretsky)
ὑγρομελής: μέλος I] имеющий гибкие (нежные) члены (τὸ λάγιον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑγρομελής: -ές, ὁ ἔχων ὑγρά, μαλακά, εὔκαμπτα μέλη, Ξεν. Κύν. 5. 13, Πολυδ. Δ΄, 96.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει εύκαμπτα τα μέλη του σώματός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μελής (< μέλος), πρβλ. πολυμελής].
Greek Monotonic
ὑγρομελής: -ές (μέλος), αυτός που έχει μαλακά, ευλύγιστα, μαλθακά, πλαδαρά μέλη, σε Ξεν.