ὑδάτιον
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
τό, Dim. of ὕδωρ,
A a little water, rivulet, of the Ilissus, Pl.Phdr.229a, cf. Pap. in Hermes40.546: pl., Pl.Phdr.229b, Arist.HA606b21; runnels, PRyl.81.18 (ii A. D.).
II small rain, Thphr. CP2.9.9 (pl.).
III a small drink of water, Sor.1.105; a small quantity of water, Hero Spir.1.15, al.
German (Pape)
[Seite 1172] τό, dim. von ὕδωρ, kleines Wasser; Plat. Phaedr. 229 ab; Arist. gen. et interit. 1, 2 E.; kleiner Regen, Theophr.; ein wenig Wasser, auch im
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
un peu d'eau :
1 goutte d'eau;
2 petite pluie.
Étymologie: ὕδωρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδάτιον: (ῠ, ᾰ) τό водица, небольшое количество (капелька) воды Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὕδωρ, ὀλίγον ὕδωρ, ποτάμιον, ῥυάκιον, ἐπὶ τοῦ Ἰλισοῦ, Πλάτ. Φαῖδρ. 229Α· καὶ ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 12, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὀλίγη βροχή, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 9.
Spanish
Greek Monotonic
ὑδάτιον: τό, υποκορ. του ὕδωρ, ρυάκι, ποταμάκι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὑδάτιον, ου, τό, [Dim. of ὕδωρ
a rivulet, Plat.
Léxico de magia
τό fuentecilla τὸν λύχνον ἐνθῇς ἐν ὑδατίῳ ὑπαιθρίῳ pon la lámpara sobre una fuentecilla al aire libre P VII 617