ὑπέρψυχρος
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
ὑπέρψυχρον, very cold, of the season, Sor.2.57; very frigid, of bad wit, Luc.Hist.Conscr.16.
German (Pape)
[Seite 1204] übermäßig kalt, übertr., übermäßig frostig, von schlechtem Witze, Luc. hist. conscr. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement froid, glacial.
Étymologie: ὑπέρ, ψυχρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρψυχρος: досл. чрезвычайно холодный, перен. безвкусный, пресный (τὸ προοίμιον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρψυχρος: -ον, λίαν ψυχρός, κατάψυχρος, παγερός, ἐπὶ ἀνεπιτυχοῦς ἀστεϊσμοῦ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάρα πολύ ψυχρός·2. μτφ. (για αστεϊσμό) πάρα πολύ κρύος, πάρα πολύ άνοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ψυχρός.
Greek Monotonic
ὑπέρψυχρος: -ον, παγερός, σε Λουκ.