ὑπέρψυχρος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρψυχρος Medium diacritics: ὑπέρψυχρος Low diacritics: υπέρψυχρος Capitals: ΥΠΕΡΨΥΧΡΟΣ
Transliteration A: hypérpsychros Transliteration B: hyperpsychros Transliteration C: yperpsychros Beta Code: u(pe/ryuxros

English (LSJ)

ὑπέρψυχρον, very cold, of the season, Sor.2.57; very frigid, of bad wit, Luc.Hist.Conscr.16.

German (Pape)

[Seite 1204] übermäßig kalt, übertr., übermäßig frostig, von schlechtem Witze, Luc. hist. conscr. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement froid, glacial.
Étymologie: ὑπέρ, ψυχρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρψυχρος: досл. чрезвычайно холодный, перен. безвкусный, пресный (τὸ προοίμιον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρψυχρος: -ον, λίαν ψυχρός, κατάψυχρος, παγερός, ἐπὶ ἀνεπιτυχοῦς ἀστεϊσμοῦ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ ψυχρός·2. μτφ. (για αστεϊσμό) πάρα πολύ κρύος, πάρα πολύ άνοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ψυχρός.

Greek Monotonic

ὑπέρψυχρος: -ον, παγερός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπέρ-ψυχρος, ον,
very frigid, Luc.