ὑπεξακρίζω

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεξακρίζω Medium diacritics: ὑπεξακρίζω Low diacritics: υπεξακρίζω Capitals: ΥΠΕΞΑΚΡΙΖΩ
Transliteration A: hypexakrízō Transliteration B: hypexakrizō Transliteration C: ypeksakrizo Beta Code: u(pecakri/zw

English (LSJ)

ascend to the summit, βοσκήματ' ἄρτι πρὸς λέπας ὑπεξήκριζον E.Ba.678 (unless . is 1sg., I was driving them up).

German (Pape)

[Seite 1187] hinaus und auf eine Bergspitze führen, Eur. Bacch. 677.

French (Bailly abrégé)

conduire sur les hauteurs.
Étymologie: ὑπό, ἐξ, ἄκρος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεξακρίζω: восходить на вершину, подниматься (πρὸς λέπας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξακρίζω: ἀναβαίνω εἰς τὴν κορυφήν, βοσκήματ’ ἄρτι πρὸς λέπας ὑπεξήκριζον Εὐρ. Βάκχ. 678, κατὰ τὸν Elms., ἀλλ’ ὁ Musgr. λαμβάνει τὸ ῥῆμα ὑπεξήκριζον ὡς πρώτου προσώπου, τὰ ὡδήγουν ἐγὼ ὑψηλὰ πρὸς τὴν κορυφήν· ἀλλὰ πρβλ. ἐξακρίζω.

Greek Monolingual

Α
ανεβαίνω στην κορυφή βουνού («βοσκήματ' ἄρτι πρὸς λέπας ὑπεξήκριζον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξακρίζω «αγγίζω τις άκρες, την κορυφή»].

Greek Monotonic

ὑπεξακρίζω: μέλ. -σω, ανεβαίνω στην κορυφή, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. σω
to ascend to the summit, Eur.