ὑπεξακρίζω
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ascend to the summit, βοσκήματ' ἄρτι πρὸς λέπας ὑπεξήκριζον E.Ba.678 (unless ὑ. is 1sg., I was driving them up).
German (Pape)
[Seite 1187] hinaus und auf eine Bergspitze führen, Eur. Bacch. 677.
French (Bailly abrégé)
conduire sur les hauteurs.
Étymologie: ὑπό, ἐξ, ἄκρος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεξακρίζω: восходить на вершину, подниматься (πρὸς λέπας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξακρίζω: ἀναβαίνω εἰς τὴν κορυφήν, βοσκήματ’ ἄρτι πρὸς λέπας ὑπεξήκριζον Εὐρ. Βάκχ. 678, κατὰ τὸν Elms., ἀλλ’ ὁ Musgr. λαμβάνει τὸ ῥῆμα ὑπεξήκριζον ὡς πρώτου προσώπου, τὰ ὡδήγουν ἐγὼ ὑψηλὰ πρὸς τὴν κορυφήν· ἀλλὰ πρβλ. ἐξακρίζω.
Greek Monolingual
Α
ανεβαίνω στην κορυφή βουνού («βοσκήματ' ἄρτι πρὸς λέπας ὑπεξήκριζον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξακρίζω «αγγίζω τις άκρες, την κορυφή»].
Greek Monotonic
ὑπεξακρίζω: μέλ. -σω, ανεβαίνω στην κορυφή, σε Ευρ.