ὑπεραπολογέομαι
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
speak for any one, defend him, τινος Hdt.6.136, X.HG1.7.16; ὑ. τῆς ὑποψίας Antipho 2.4.2.
French (Bailly abrégé)
ὑπεραπολογοῦμαι;
parler pour, prendre la défense de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἀπολογέομαι.
German (Pape)
gew. mit aor. med., doch auch mit aor. pass., für Jem. sprechen, ihn verteidigen; Her. 6.136; Xen. Hell. 1.7.16; τῆς ὑποψίας Antipho 2 γ 2.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραπολογέομαι: Her., Xen. = ὑπεραποκρίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραπολογέομαι: ἀποθ., μετὰ μέσου μέλλοντ. καὶ μέσου ἀορ.· ἀπολογοῦμαι ὑπέρ τινος, συνηγορῶ ὑπέρ τινος, μετὰ γεν., προκειμένου δὲ αὐτοῦ ἐν κλίνῃ ὑπεραπελογέοντο οἱ φίλοι Ἡρόδ. 6. 136, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 16· ὑπ. τῆς ὑποψίας Ἀντιφῶν 119. 26.
Greek Monotonic
ὑπεραπολογέομαι: αποθ., με μέλ. και Μέσ. αόρ. αʹ, μιλώ εκ μέρους κάποιου, απολογούμαι, συνηγορώ, υπερασπίζομαι, τινος, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
Dep., with fut. and aor1 mid. to speak in behalf of, defend, τινος Hdt., Xen.