ὑποσυρίζω

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσῡρίζω Medium diacritics: ὑποσυρίζω Low diacritics: υποσυρίζω Capitals: ΥΠΟΣΥΡΙΖΩ
Transliteration A: hyposyrízō Transliteration B: hyposyrizō Transliteration C: yposyrizo Beta Code: u(posuri/zw

English (LSJ)

Att. ὑποσυρίττω,
A whistle, rustle, αἰθὴρ.. πτερύγων ῥιπαῖς ὑ. A.Pr.126 (anap.); make a whistling sound, ἡ ἀρτηρία.. ὑπεσύριζε Hp.Epid.7.25, cf. 7, al.; of snakes, Id.Ep.15, Ael.NA2.7.
2 make a signal by whistling, τινι Aristaenet.2.4.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
siffler doucement, faire entendre un léger sifflement.
Étymologie: ὑπό, συρίζω.

German (Pape)

[σῡ], = ὑποσυρίττω, Aesch. Prom. 126 αἰθὴρ δ' ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσῡρίζω: слегка свистеть, шелестеть (αἰθὴρ ὑποσυρίζει Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσῡρίζω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, συρίζω ἐλαφρῶς, αἰθὴρ δ’ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει Αἰσχύλ. Πρ. 126· ἀρτηρίῃ μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε Ἱππ. 1216D, 1220Η· πρβλ. ἀρτηρία. 2) κάμνω σημεῖον διὰ συριγμοῦ, χθὲς ἐν τῷ στενωπῷ τὸ σύνηθες ὑπεσύριττον τῇ Δωρίδι Ἀρισταίν. 2. 4.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑποσυρίττω ΜΑ
συρίζω ελαφρά (α. «ὑποσυρίττειν ἐναρμόνιον», Ευστ.
β. «ἡ ἀρτηρίη μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + συρίζω «σφυρίζω, παράγω συριστικό ήχο»].

Greek Monotonic

ὑποσῡρίζω: Αττ. -ίττω, μέλ. -ξω, σφυρίζω ελαφρά, θροΐζω, τρίζω, τσαλακώνω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Attic -ίττω fut. ξω
to whistle gently, rustle, Aesch.