ὑποταρβέω
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
to be somewhat afraid of, shrink before, τοὺς ὑποταρβήσαντες Il. 17.533.
French (Bailly abrégé)
ὑποταρβῶ :
se troubler ou s'effrayer un peu de, acc..
Étymologie: ὑπό, ταρβέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποταρβέω: пугаться, устрашаться (τινα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποταρβέω: φοβοῦμαί τινα κἄπως, τούσδ’ ὑποταρβήσαντες ἐχώρησαν πάλιν αὖτις Ἰλ. Ρ. 533.
English (Autenrieth)
only aor. part., ὑποταρβήσαντες, shrinking before them, Il. 17.533†.
Greek Monotonic
ὑποταρβέω: μέλ. -ήσω, ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, τινά, σε Ομήρ. Ιλ.