ὑψιμέδων
παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A ruling on high, Ζεύς Hes.Th.529, B.14.51; ὑ. θεῶν τύραννον Ar.Nu.563 (lyr.).
II metaph., towering, Παρνασός Pi.N.2.19.
French (Bailly abrégé)
οντος;
adj. m.
qui domine dans le ciel ou dans les airs (ép. de Zeus).
Étymologie: ὕψι, μέδων.
German (Pape)
οντος, ὁ, der hoch herrschende, in der Höhe herrschende; Ζεύς Hes. Th. 529 und sp.D., wie Coluth. 51; Παρνασός Pind. N. 2.19.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιμέδων: οντος adj.
1 в вышине или в небесах властвующий (Ζεύς Hes., Arph.);
2 высоко вздымающийся (над другими) (Παρνασός Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐμέδων: -οντος, ὁ, ὁ ἐν τῷ ὕψει βασιλεύων, Ζεὺς Ἡσ. 529· Ζεὺς ὑψιμέδων ὃς ἅπαντα δέρκεται Βακχυλ. XIV [XV], 51· ὑψ. θεῶν τύραννον Ἀριστοφ. Νεφ. 563· ― θηλ. Ὑψιμέδουσα, ὡς κύριον ὄνομα, Ἰω. Γεωμέτρ. ὕμν. 5. 21. ΙΙ. μεταφορ., ὁ εἰς τὰ ὕψη ἐκτεινόμενος, ὑψηλός, παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασῷ Πινδ. Ν. 2. 29.
English (Slater)
ὑψῐμέδων ruling on high met. παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (N. 2.19)
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, θηλ. ύψιμέδουσα, Α
1. (για τον Δία) αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει στα ύψη («ὑψιμέδοντα... θεῶν Ζῆνα», Αριστοφ.)
2. μτφ. (για βουνό) ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέδων «κυρίαρχος» (πρβλ. λαομέδων)].
Greek Monotonic
ὑψῐμέδων: -οντος, ὁ,
I. αυτός που βασιλεύει, διοικεί στα ύψη, από ψηλά, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
II. μεταφ., πανύψηλος, απέραντος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὑψῐ-μέδων, οντος,
I. ruling on high, Hes., Ar.
II. metaph. towering, Pind.