ὠόπ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
also ὠὸπ ὄπ, a cry of the κελευστής to give the time to the rowers, Ar.Ra.180, 208, cf.Av.1395 and Sch.
French (Bailly abrégé)
ou ὠὸπ ὄπ;
ôh hop ! ôh hop, hop ! signal d'arrêt donné par le pilote aux rameurs.
Étymologie: onomatopée.
German (Pape)
auch ὠὸπ ὄπ, ermunternder Zuruf der Ruderer und Schiffer; Ar. Ran. 180, 280; κέλευσμα τῶν ἐρεσσόντων καταπαῦον τὴν κωπηλασίαν Schol. Ar. Av. 1395.
Russian (Dvoretsky)
ὠόπ: и ὠὸπ ὄπ interj. стой! (команда, подававшаяся гребцам) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὠόπ: καὶ ὠὸπ ὄπ, κέλευσμα τοῦ κελευστοῦ, καταπαῦον τὴν κωπηλασίαν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 180, 208· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1395.
Greek Monotonic
ὠόπ: επίσης ὠὸπ ὄπ, κέλευσμα του κελευστή για να σταματήσει η κωπηλασία, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὤοπ also ὠὸπ ὄπ, a cry of the κελευστής to make the rowers stop pulling, avast! Ar.