ῥιμφάρματος
English (LSJ)
ῥιμφάρματον, of a swift chariot, διφρηλασία Pi.O.3.37; ῥ. ἁμίλλαις with the swift racing of chariots, S.OC1063 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 843] mit schnellem Wagen fahrend; διφρηλασία, Pind. Ol. 3, 37; ἅμιλλαι, Soph. O. C. 1065.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au char rapide.
Étymologie: ῥίμφα, ἅρμα.
Russian (Dvoretsky)
ῥιμφάρμᾰτος: несущийся на быстрой колеснице (διφρηλασία Pind.; ἅμιλλαι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥιμφάρμᾰτος: -ον, ὁ μετὰ ταχέος ἅρματος, ῥ. διφρηλασία Πινδ. Ο. 3. 67· ῥ. ἁμίλλαις, μὲ τὴν ταχεῖαν ἅμιλλαν ἁρμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1063.
English (Slater)
ῥιμφάρμᾰτος, -ον of swift chariots ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας (O. 3.37)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται με γρήγορα άρματα
(α. «φιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις», Σοφ.
β. «ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + ἅρμα, -ατος (πρβλ. χρυσάρματος)].
Greek Monotonic
ῥιμφάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ταχύ, γρήγορο άρμα, ταχυκίνητος, σε Πίνδ.· ῥιμφάρματος ἁμίλλαις, σε Σοφ.
Middle Liddell
ῥιμφ-άρμᾰτος, ον, ἅρμα
of a swift chariot, Pind.; ῥ. ἁμίλλαις with the swift racing of chariots, Soph.