Αἰολεύς

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἰολεύς Medium diacritics: Αἰολεύς Low diacritics: Αιολεύς Capitals: ΑΙΟΛΕΥΣ
Transliteration A: Aioleús Transliteration B: Aioleus Transliteration C: Aioleys Beta Code: *ai)oleu/s

English (LSJ)

Αἰολέως, ὁ, Aeolian; pl. Αἰολέες Hdt.1.28, Att. Αἰολεῖς or Αἰολῆς Th.7.57:—hence Adj. Αἰολικός, Αἰολική, Αἰολικόν, of the Aeolians or like the Aeolians, Theoc.1.56(v.l.); of the Aeolic dialect, A.D.Adv.193.15,al.: Comp. Αἰολικώτερον 194.8; of Aeolic metre, Heph.7.5. Adv. Αἰολικῶς S.E.M.1.78:—Αἰόλιος, Αἰολία, Αἰόλιον, in the Aeolian mode, νόμος Plu.2.1132d:—fem. Αἰολίς, Αἰολίδος, Hes.Op.636, Hdt., etc.; of the Aeolian mode, Pratin.5; of the Aeolic dialect, A.D.Adv.155.11: Subst., Αἰολίς, ἡ, Id.Synt.309.25: poet. fem. Αἰοληΐς, Pi.O.1.102.

Spanish (DGE)

Αἰολέως, ὁ
• Morfología: [nom. plu. jón. Αἰολέες Hdt.1.28, át. Αἰολεῖς pero Αἰολῆς Th.7.57; tes. dat. plu. Αἰολείεσσι BCH 59.1935.55.19 (Larisa II a.C.)]
eolio gener. plu., Hdt.l.c., Th.7.57, X.Cyr.6.2.10, HG 3.4.11, Scymn.239, BCH l.c.
• Diccionario Micénico: ạ3-wo-re-u-si (?).

Greek (Liddell-Scott)

Αἰολεύς: έως, ὁ, κάτοικος τῆς Αἰολίδος ἢ ὁ εἰς τὴν Αἰολικὴν φυλὴν ἀνήκων· πληθ. Αἰολέες, Ἡροδ. 1, 28, Ἀττ. Αἰολεῖς ἢ -ῆς, Θουκ. 7. 57: -ἐντεῦθεν ἐπίθ. Αἰολικός ή, όν, = ἀνήκων εἰς Αἰολέα ἢ ὅμοιος τοῖς Αἰολεῦσι. Θεόκρ. 1.56, κτλ. - θηλ. Αἰολίς, ίδος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 638., Ἡρόδ. κτλ. ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, Πινδ. Ο.1.164: - Ἐπίρρ. Αἰολικῶς, Γραμμ.

English (Slater)

Αἰολεύς
1 Aeolian as subs. Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων (sc. Πείσανδρος, q.v.; cf. Strabo 333, οἱ ἐντὸς (sc. Ἰσθμοῦ) Αἰολεῖς πρότερον ἦσαν, κ. τ. λ.) (N. 11.35) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (Βοιώτιος. Σ.: <αὐλός> supp. Bergk. “itaque Pindarus de suo carmine loqui videtur,” adnot. Snell.) *fr. 191*.

Greek Monotonic

Αἰολεύς: -έως, ὁ, ο κάτοικος της Αιολίδας· πληθ. Αἰολέες, Αττ. Αἰολεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίθ. Αἰολικός, , -όν, αυτός που ανήκει στους Αιολείς ή είναι όμοιος με αυτούς, σε Θεόκρ.· θηλ. Αἰολίς, -ίδος, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ποιητ. θηλ. Αἰοληΐς, σε Πίνδ.